ηθικοκρατία

ηθικοκρατία
η
το φιλοσοφικό δόγμα κατά το οποίο η ηθικότητα αποτελεί την ύψιστη αξία που καθορίζει το νόημα τού ανθρώπινου βίου και τού κόσμου γενικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + -κρατία (< κράτος), πρβλ. αξιο-κρατία, δημο-κρατία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηθικοκρατία — η (φιλοσ.), φιλοσοφικό σύστημα, όπου η ηθικότητα αποτελεί την πιο μεγάλη αξία που καθορίζει το νόημα της ανθρώπινης ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… …   Dictionary of Greek

  • ηθικοκρατικός — ή, ό [ηθικοκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθικοκρατία …   Dictionary of Greek

  • μοραλισμός — (moralismus). Φιλοσοφικός όρος, που αποδίδεται στα ελληνικά ως ηθικοκρατία. Βλ. λ. ηθικοκρατία ή μοραλισμός. * * * ο 1. οι θεωρίες και τα δόγματα τών μοραλιστών 2. η κίνηση και το έργο τών μοραλιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”